Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπληκτισμός
View word page
διαπλασμός
massage
ShortDef
massage
Debugging
Headword:
διαπλασμός
Headword (normalized):
διαπλασμός
Headword (normalized/stripped):
διαπλασμος
IDX:
21729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21730
Key:
Data
{'content': 'massage'}