Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
View word page
διάπλασμα
model, shape
ShortDef
model, shape
Debugging
Headword:
διάπλασμα
Headword (normalized):
διάπλασμα
Headword (normalized/stripped):
διαπλασμα
IDX:
21728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21729
Key:
Data
{'content': 'model, shape'}