Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
διάπλεως
View word page
διάπλασις
putting into shape: setting of a dislocated limb

ShortDef

putting into shape: setting of a dislocated limb

Debugging

Headword:
διάπλασις
Headword (normalized):
διάπλασις
Headword (normalized/stripped):
διαπλασις
IDX:
21727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21728
Key:

Data

{'content': 'putting into shape: setting of a dislocated limb'}