Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
διαπλέω
View word page
διαπλανάω
lead quite astray

ShortDef

lead quite astray

Debugging

Headword:
διαπλανάω
Headword (normalized):
διαπλανάω
Headword (normalized/stripped):
διαπλαναω
IDX:
21726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21727
Key:

Data

{'content': 'lead quite astray'}