Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
διαπλευρισμός
View word page
διαπίτναμι
throw open
ShortDef
throw open
Debugging
Headword:
διαπίτναμι
Headword (normalized):
διαπίτναμι
Headword (normalized/stripped):
διαπιτναμι
IDX:
21725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21726
Key:
Data
{'content': 'throw open'}