Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
διαπλέκω
View word page
διαπιστέω
to distrust utterly

ShortDef

to distrust utterly

Debugging

Headword:
διαπιστέω
Headword (normalized):
διαπιστέω
Headword (normalized/stripped):
διαπιστεω
IDX:
21724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21725
Key:

Data

{'content': 'to distrust utterly'}