Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διάπλεγμα
View word page
διαπιστεύω
to entrust to

ShortDef

to entrust to

Debugging

Headword:
διαπιστεύω
Headword (normalized):
διαπιστεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπιστευω
IDX:
21723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21724
Key:

Data

{'content': 'to entrust to'}