Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
διαπλασμός
View word page
διαπίμπρημι
burn
ShortDef
burn
Debugging
Headword:
διαπίμπρημι
Headword (normalized):
διαπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
διαπιμπρημι
IDX:
21719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21720
Key:
Data
{'content': 'burn'}