Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
διάπλασμα
View word page
διαπίμπλημι
fill full
ShortDef
fill full
Debugging
Headword:
διαπίμπλημι
Headword (normalized):
διαπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
διαπιμπλημι
IDX:
21718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21719
Key:
Data
{'content': 'fill full'}