Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
διαπλανάω
διάπλασις
View word page
διαπίμελος
obese, adipose

ShortDef

obese, adipose

Debugging

Headword:
διαπίμελος
Headword (normalized):
διαπίμελος
Headword (normalized/stripped):
διαπιμελος
IDX:
21717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21718
Key:

Data

{'content': 'obese, adipose'}