Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπίτναμι
View word page
διαπικραίνομαι
to be greatly embittered

ShortDef

to be greatly embittered

Debugging

Headword:
διαπικραίνομαι
Headword (normalized):
διαπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπικραινομαι
IDX:
21715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21716
Key:

Data

{'content': 'to be greatly embittered'}