Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
View word page
διαπιδύω
ooze through
ShortDef
ooze through
Debugging
Headword:
διαπιδύω
Headword (normalized):
διαπιδύω
Headword (normalized/stripped):
διαπιδυω
IDX:
21712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21713
Key:
Data
{'content': 'ooze through'}