Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
View word page
διαπίδυσις
transudation

ShortDef

transudation

Debugging

Headword:
διαπίδυσις
Headword (normalized):
διαπίδυσις
Headword (normalized/stripped):
διαπιδυσις
IDX:
21711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21712
Key:

Data

{'content': 'transudation'}