Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπίνω
View word page
διαπιδάω
let
ShortDef
let
Debugging
Headword:
διαπιδάω
Headword (normalized):
διαπιδάω
Headword (normalized/stripped):
διαπιδαω
IDX:
21710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21711
Key:
Data
{'content': 'let'}