Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
διάπικρος
διαπίμελος
View word page
διαπηνηκίζω
trick out deceitfully

ShortDef

trick out deceitfully

Debugging

Headword:
διαπηνηκίζω
Headword (normalized):
διαπηνηκίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπηνηκιζω
IDX:
21707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21708
Key:

Data

{'content': 'trick out deceitfully'}