Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
διαπιδύω
διαπιέζω
διαπιθανεύομαι
διαπικραίνομαι
View word page
διαπηδάω
to leap across

ShortDef

to leap across

Debugging

Headword:
διαπηδάω
Headword (normalized):
διαπηδάω
Headword (normalized/stripped):
διαπηδαω
IDX:
21705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21706
Key:

Data

{'content': 'to leap across'}