Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
διαπίδυσις
View word page
διάπηγα
panels

ShortDef

panels

Debugging

Headword:
διάπηγα
Headword (normalized):
διάπηγα
Headword (normalized/stripped):
διαπηγα
IDX:
21701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21702
Key:

Data

{'content': 'panels'}