Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
διαπιδάω
View word page
διαπέττω
digest
ShortDef
digest
Debugging
Headword:
διαπέττω
Headword (normalized):
διαπέττω
Headword (normalized/stripped):
διαπεττω
IDX:
21700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21701
Key:
Data
{'content': 'digest'}