Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
διαπιαίνω
View word page
διαπεττεύω
gamble

ShortDef

gamble

Debugging

Headword:
διαπεττεύω
Headword (normalized):
διαπεττεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπεττευω
IDX:
21699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21700
Key:

Data

{'content': 'gamble'}