Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
διάπηξις
View word page
διαπέτομαι
fly through
ShortDef
fly through
Debugging
Headword:
διαπέτομαι
Headword (normalized):
διαπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπετομαι
IDX:
21698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21699
Key:
Data
{'content': 'fly through'}