Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
διαπηνηκίζω
View word page
διαπετής
spread out, unfolded, open

ShortDef

spread out, unfolded, open

Debugging

Headword:
διαπετής
Headword (normalized):
διαπετής
Headword (normalized/stripped):
διαπετης
IDX:
21697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21698
Key:

Data

{'content': 'spread out, unfolded, open'}