Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
διαπηγμάτιον
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπήδησις
View word page
διαπέτεια
opening
ShortDef
opening
Debugging
Headword:
διαπέτεια
Headword (normalized):
διαπέτεια
Headword (normalized/stripped):
διαπετεια
IDX:
21696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21697
Key:
Data
{'content': 'opening'}