Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
διάπηγμα
View word page
διαπερονάω
pin

ShortDef

pin

Debugging

Headword:
διαπερονάω
Headword (normalized):
διαπερονάω
Headword (normalized/stripped):
διαπεροναω
IDX:
21692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21693
Key:

Data

{'content': 'pin'}