Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
διάπηγα
View word page
διαπεριπατέω
keep walking about

ShortDef

keep walking about

Debugging

Headword:
διαπεριπατέω
Headword (normalized):
διαπεριπατέω
Headword (normalized/stripped):
διαπεριπατεω
IDX:
21691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21692
Key:

Data

{'content': 'keep walking about'}