Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
διαπέττω
View word page
διαπέρθω
to destroy utterly, sack, lay waste
ShortDef
to destroy utterly, sack, lay waste
Debugging
Headword:
διαπέρθω
Headword (normalized):
διαπέρθω
Headword (normalized/stripped):
διαπερθω
IDX:
21690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21691
Key:
Data
{'content': 'to destroy utterly, sack, lay waste'}