Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
διαπέτομαι
διαπεττεύω
View word page
διαπερδικίζω
slip through like a partridge

ShortDef

slip through like a partridge

Debugging

Headword:
διαπερδικίζω
Headword (normalized):
διαπερδικίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπερδικιζω
IDX:
21689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21690
Key:

Data

{'content': 'slip through like a partridge'}