Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
διαπετής
View word page
διαπεράσιμος
penetrating
ShortDef
penetrating
Debugging
Headword:
διαπεράσιμος
Headword (normalized):
διαπεράσιμος
Headword (normalized/stripped):
διαπερασιμος
IDX:
21687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21688
Key:
Data
{'content': 'penetrating'}