Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
διαπετάννυμι
διαπέτεια
View word page
διαπεραντέον
one must carry to its conclusion

ShortDef

one must carry to its conclusion

Debugging

Headword:
διαπεραντέον
Headword (normalized):
διαπεραντέον
Headword (normalized/stripped):
διαπεραντεον
IDX:
21686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21687
Key:

Data

{'content': 'one must carry to its conclusion'}