Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
διαπέταμαι
View word page
διαπεραίωσις
carrying over

ShortDef

carrying over

Debugging

Headword:
διαπεραίωσις
Headword (normalized):
διαπεραίωσις
Headword (normalized/stripped):
διαπεραιωσις
IDX:
21684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21685
Key:

Data

{'content': 'carrying over'}