Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
διαπέρχομαι
View word page
διαπεραιόω
to take across, ferry over
ShortDef
to take across, ferry over
Debugging
Headword:
διαπεραιόω
Headword (normalized):
διαπεραιόω
Headword (normalized/stripped):
διαπεραιοω
IDX:
21683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21684
Key:
Data
{'content': 'to take across, ferry over'}