Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
διαπερονάω
View word page
διαπεραίνω
to bring to a conclusion, discuss thoroughly

ShortDef

to bring to a conclusion, discuss thoroughly

Debugging

Headword:
διαπεραίνω
Headword (normalized):
διαπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπεραινω
IDX:
21682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21683
Key:

Data

{'content': 'to bring to a conclusion, discuss thoroughly'}