Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
διαπεριπατέω
View word page
διαπεπονημένως
elaborately
ShortDef
elaborately
Debugging
Headword:
διαπεπονημένως
Headword (normalized):
διαπεπονημένως
Headword (normalized/stripped):
διαπεπονημενως
IDX:
21681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21682
Key:
Data
{'content': 'elaborately'}