Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
View word page
διαπενταθλέω
contend in the πένταθλον

ShortDef

contend in the πένταθλον

Debugging

Headword:
διαπενταθλέω
Headword (normalized):
διαπενταθλέω
Headword (normalized/stripped):
διαπενταθλεω
IDX:
21680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21681
Key:

Data

{'content': 'contend in the πένταθλον'}