Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
View word page
διαπενθέω
to mourn through
ShortDef
to mourn through
Debugging
Headword:
διαπενθέω
Headword (normalized):
διαπενθέω
Headword (normalized/stripped):
διαπενθεω
IDX:
21679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21680
Key:
Data
{'content': 'to mourn through'}