Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Αἵμων
αἵμων
αἱμώνιος
αἰναρέτης
Αἰνεάδης
Αἰνείας
Αἰνελένη
Αἰνεσίδημος
αἴνεσις
αἰνετήριος
αἰνετής
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
Αἰνησίας
αἰνητός
Αἰνιάν
αἴνιγμα
αἰνιγματικός
αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιός
View word page
αἰνετής
one that praises

ShortDef

one that praises

Debugging

Headword:
αἰνετής
Headword (normalized):
αἰνετής
Headword (normalized/stripped):
αινετης
IDX:
2167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2168
Key:

Data

{'content': 'one that praises'}