Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
View word page
διάπεμψις
distribution
ShortDef
distribution
Debugging
Headword:
διάπεμψις
Headword (normalized):
διάπεμψις
Headword (normalized/stripped):
διαπεμψις
IDX:
21678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21679
Key:
Data
{'content': 'distribution'}