Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
View word page
διαπελάζω
approach

ShortDef

approach

Debugging

Headword:
διαπελάζω
Headword (normalized):
διαπελάζω
Headword (normalized/stripped):
διαπελαζω
IDX:
21675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21676
Key:

Data

{'content': 'approach'}