Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
View word page
διάπεισμα
present, 'douceur'

ShortDef

present, 'douceur'

Debugging

Headword:
διάπεισμα
Headword (normalized):
διάπεισμα
Headword (normalized/stripped):
διαπεισμα
IDX:
21674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21675
Key:

Data

{'content': "present, 'douceur'"}