Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
View word page
διαπείρω
to drive through

ShortDef

to drive through

Debugging

Headword:
διαπείρω
Headword (normalized):
διαπείρω
Headword (normalized/stripped):
διαπειρω
IDX:
21673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21674
Key:

Data

{'content': 'to drive through'}