Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
View word page
διαπειράομαι
to make trial
ShortDef
to make trial
Debugging
Headword:
διαπειράομαι
Headword (normalized):
διαπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπειραομαι
IDX:
21672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21673
Key:
Data
{'content': 'to make trial'}