Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
View word page
διαπειραίνω
pierce through

ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
διαπειραίνω
Headword (normalized):
διαπειραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπειραινω
IDX:
21671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21672
Key:

Data

{'content': 'pierce through'}