Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
View word page
διαπειράζω
tempt, make trial of

ShortDef

tempt, make trial of

Debugging

Headword:
διαπειράζω
Headword (normalized):
διαπειράζω
Headword (normalized/stripped):
διαπειραζω
IDX:
21670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21671
Key:

Data

{'content': 'tempt, make trial of'}