Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
View word page
διάπειρα
an experiment, trial

ShortDef

an experiment, trial

Debugging

Headword:
διάπειρα
Headword (normalized):
διάπειρα
Headword (normalized/stripped):
διαπειρα
IDX:
21669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21670
Key:

Data

{'content': 'an experiment, trial'}