Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
View word page
διαπεινάω
to hunger one against the other, to have a starving-match
ShortDef
to hunger one against the other, to have a starving-match
Debugging
Headword:
διαπεινάω
Headword (normalized):
διαπεινάω
Headword (normalized/stripped):
διαπειναω
IDX:
21668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21669
Key:
Data
{'content': 'to hunger one against the other, to have a starving-match'}