Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
View word page
διαπειλέω
to threaten violently

ShortDef

to threaten violently

Debugging

Headword:
διαπειλέω
Headword (normalized):
διαπειλέω
Headword (normalized/stripped):
διαπειλεω
IDX:
21667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21668
Key:

Data

{'content': 'to threaten violently'}