Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
View word page
διαπείθω
convince
ShortDef
convince
Debugging
Headword:
διαπείθω
Headword (normalized):
διαπείθω
Headword (normalized/stripped):
διαπειθω
IDX:
21666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21667
Key:
Data
{'content': 'convince'}