Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
View word page
διαπαύω
to make to cease

ShortDef

to make to cease

Debugging

Headword:
διαπαύω
Headword (normalized):
διαπαύω
Headword (normalized/stripped):
διαπαυω
IDX:
21663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21664
Key:

Data

{'content': 'to make to cease'}