Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
View word page
διάπαυσις
pause
ShortDef
pause
Debugging
Headword:
διάπαυσις
Headword (normalized):
διάπαυσις
Headword (normalized/stripped):
διαπαυσις
IDX:
21662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21663
Key:
Data
{'content': 'pause'}