Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
View word page
διάπαυμα
cessation, rest

ShortDef

cessation, rest

Debugging

Headword:
διάπαυμα
Headword (normalized):
διάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
διαπαυμα
IDX:
21661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21662
Key:

Data

{'content': 'cessation, rest'}