Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
View word page
διαπατέω
tread through

ShortDef

tread through

Debugging

Headword:
διαπατέω
Headword (normalized):
διαπατέω
Headword (normalized/stripped):
διαπατεω
IDX:
21660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21661
Key:

Data

{'content': 'tread through'}